- συνηγόρημα
- τὸ, Α [συνηγορῶ]συνηγορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνηγόρημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορημάτων — συνηγόρημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηγορήματος — συνηγόρημα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՋԱՏԱԳՈՎՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. συνηγορία, συνηγόρημα defensio, patrocinium. Պաշտպանութիւն. կուսակցութիւն. փաստաբանութիւն. բարեխօսութիւն. պատասխանատուութիւն. *Եթէ չմիաբանցի արդիւնքն բանիցն, ապա ʼի զուր է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)